(ἄ. καὴ ἄστοχος Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άτοξος — ἄτοξος, ον (Α) αυτός που δεν έχει τόξο … Dictionary of Greek
ἄτοξος — without bow or arrow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)